αγγειολογία

αγγειολογία
η
1) мед. ангиология; 2) область археологии, изучающая вазы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγγειολογία" в других словарях:

  • ἀγγειολογία — ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc/acc dual ἀγγειολογίᾱ , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειολογία — Κλάδος της ανατομίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των αρτηριών, των φλεβών και των λεμφαγγείων. * * * η (Α ἀγγειολογία) 1. περιγραφή τών αγγείων τού σώματος (βλ. ανατομική) 2. κλάδος τής αρχαιολογίας που ασχολείται ειδικά με τη μελέτη τών… …   Dictionary of Greek

  • αγγειολογία — η 1. κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τα αγγεία τέχνης. 2. κλάδος της ανατομίας που εξετάζει τα αγγεία του ανθρώπινου σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγγειολογίας — ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc pl ἀγγειολογίᾱς , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγειολογίαν — ἀγγειολογίᾱν , ἀγγειολογία take up a vein and operate upon it fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγειολογικός — ή, ό [αγγειολογία] ο σχετικός με την αγγειολογία* …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»